Μεγαρικά

Μεγαρικά
Μεγαρικός
Megarian pottery
neut nom/voc/acc pl
Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός
Megarian pottery
fem nom/voc/acc dual
Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός
Megarian pottery
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μεγαρίκ' — Μεγαρικά , Μεγαρικός Megarian pottery neut nom/voc/acc pl Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc/acc dual Μεγαρικά̱ , Μεγαρικός Megarian pottery fem nom/voc sg (doric aeolic) Μεγαρικέ , Μεγαρικός Megarian pottery masc voc sg Μεγαρικαί …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεγαρικάς — Μεγαρικά̱ς , Μεγαρικός Megarian pottery fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

  • μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • Διευχίδας — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός. Καταγόταν από τα Μέγαρα. Έγραψε το έργο Μεγαρικά σε πέντε τόμους, το οποίο αποτελούσε ιστορία των Μεγάρων με αφετηρία τον μύθο του Δευκαλίωνα. Σώθηκαν μόνο αποσπάσματά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”